- αφωταγώγητος
- -η, -οαυτός που δε φωταγωγήθηκε, δεν καταυγάστηκε από φως: Τέτοια μέρα, η πόλη δεν έπρεπε να μείνει αφωταγώγητη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.